- πεντήντα
- Αάκλ. (ως απόλ. αριθμτ.) βλ. πεντήκοντα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεντήκοντα — ΝΜΑ, πενήντα ΝΜ, πεντῆντα και, αιολ. και βοιωτ. τ., πεντείκοντα Α άκλ. απόλυτο αριθμητικό που δηλώνει ποσότητα που συνίσταται σε πέντε δεκάδες και το οποίο έχει ως αραβικό σύμβολό του το 50, ως αρχαίο ελληνικό το ν και ως λατινικό το > νεοελλ … Dictionary of Greek
αφέντης — ο (θηλ. αφέντισσα, αφέντρα, αφεντού, η) (AM αὐθέντης, ο, Μ και άφέντης) άρχοντας, ηγεμόνας, δυνάστης μσν. νεοελλ. 1. (για τον Θεό) κύριος των πάντων, εξουσιαστής 2. κύριος, αφεντικό 3. ιδιοκτήτης, νοικοκύρης 4. πλούσιος, κτηματίας νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek